- Ἀσκληπιὀς
- Асклепий (Эскулап) (бог врачевания)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ἀσκληπιός — Asclepios masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκλήπιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… … Dictionary of Greek
Ασκληπιός — ο ο θεός της ιατρικής και της υγείας στην αρχαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АСКЛЕПИЙ — • Άσκλήπιός, Άσκληπιός, Aesculapius, греческий бог врачевания; по обыкновенному сказанию (Гесиод, Пиндар), сын Аполлона и Корониды, дочери царя лапифов Флегия. Аполлон, убив из ревности Корониду, отдал сына на воспитание кентавру… … Реальный словарь классических древностей
Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιοῦ — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιούς — Ἀσκληπιός Asclepios masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιέ — Ἀσκληπιός Asclepios masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιῶν — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιῷ — Ἀσκληπιός Asclepios masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)